- ἐπομφάλιος
- ἐπ-ομφάλιος, an, auf dem Nabel, βάλεν σάκος μέσσον ἐπομφάλιον, er traf den Schild mitten am Schildbuckel; σῦκον ἐπομ φάλιον, eine Feige mit dem Stiele; τὸ ἐπ-ομφάλιον, die Nabelgegend, der Bauch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπομφάλιος — on the navel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επομφάλιος — α, ο (AM ἐπομφάλιος, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται επάνω στον ομφαλό αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον ομφαλό τής ασπίδας («βάλεν Αἴαντος δεινόν σάκος ἑπταβόειον μέσσον ἐπομφάλιον» Ομ. Ιλ.) 2. (για σύκα) αυτός που έχει μίσχο όμοιο με … Dictionary of Greek
ἐπομφαλίων — ἐπομφάλιος on the navel fem gen pl ἐπομφάλιος on the navel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπομφάλιον — ἐπομφάλιος on the navel masc acc sg ἐπομφάλιος on the navel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπομφαλίοις — ἐπομφάλιος on the navel masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπομφάλια — ἐπομφάλιος on the navel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)